- ἀσκωληκόβρωτος
- ἀσκωληκόβρωτος, ον,A not worm-eaten, PGrad.7.11 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκωληκόβρωτος — ἀσκωληκόβρωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκωληκόβρωτος < σκώληξ + βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»] … Dictionary of Greek